ἀρουραίους

ἀρουραίους
ἀρουραί̱ους , ἀρουραῖος
of
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αθηνά — I (athene). Ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγιμόρφων. Ζουν στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ινδία, την Κίνα και μερικά είδη στην Αμερική. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 15 έως 25 εκ. και οι… …   Dictionary of Greek

  • αντεχίνος — (antechinus). Γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας των διδελφυϊδών. Ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Ζηλανδία και στα νησιά του αρχιπελάγους της Ινδονησίας. Είναι μικρόσωμα ζώα και μοιάζουν με τους αρουραίους. Κατοικούν επάνω σε δέντρα και… …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • ξενοπελτίδες — (Xenopeltidae). Οικογένεια ερπετών που αριθμεί ένα μόνο γένος και είδος, την ξενοπελτίδα τη μονόχρωμη. Έχει κοντόχοντρο κυλινδρικό σώμα, σκεπασμένο με λέπια που ιριδίζουν πολύ δυνατά και κοντή ουρά, το ένα δέκατο του όλου της μήκους, που φτάνει… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”